Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χειμώνας M. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χειμώνας M. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

Cantharellus cibarius Fr.


Cantharellus cibarius Fr.






















Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Cantharellales
Οικογένεια: Cantharellaceae
Γένος: Cantharellus
Είδος: C. cibarius


Συνώνυμα: Agaricus cantharellus L. , Cantharellus vulgaris Gray, Cantharellus cibarius var. pallidus R. Schulz, Cantharellus cibarius var. neglectus (M. Souché) Sacc, Cantharellus cibarius umbrinus R. Heim, Merulius alectorolophoides (Schaeff.) J. F. Gmel, Alectorolophoides cibarius (Fr.) anon. 


Περιγράφηκε  από τον Σουηδό βοτανολόγο Elias Magnus Fries (1794 – 1878).

 
Άλλα ονόματα: Chanterelle, Echter Pfifferling, Girolle, Лисичка обыкновенная, κιτρινούσκα, νεραντζάκι, (Γ)καϊτσα.

 
Το Cantharellus cibarius, ή Νεραντζάκι, όπως είναι γνωστό στην Ελλάδα, είναι ένα από τα πιο γνωστά φαγώσιμα μανιτάρια στην Ευρώπη.
Έχει ύψος 3-10εκ. και καπέλο με διάμετρο 2-8 εκατοστά. Το καπέλο του, όπως και το υπόλοιπο μανιτάρι, έχει κίτρινο ή ωχροκίτρινο χρώμα. Η περιφέρεια του καπέλου είναι κυματιστή και έχει σχήμα χωνιόμορφο στην ωριμότητα. Η κάτω επιφάνειά του έχει διχαλωτά ψευδοελάσματα, που καταλήγουν στο πάνω μέρος του ποδιού, και το πόδι του έχει ύψος 3-8 εκατοστά.
Το συναντάμε από τον Μάιο έως τον Νοέμβριο σε δάση πλατύφυλλων και κωνοφόρων, συνήθως σε ομάδες, κοντά σε δέντρα με τα οποία αναπτύσσει μυκορριζική συμβίωση.
 Είναι σχετικά εύκολο στην αναγνώριση και μοιάζει με το Hygrophoropsis aurantiaca, (ψευδοκανθαρίσκος), μανιτάρι επίσης φαγώσιμο, και με το Omphalotus olearius το οποίο είναι τοξικό μανιτάρι.
Είναι νόστιμο μανιτάρι το οποίο μαγειρεύεται με πολλούς τρόπους. Γίνεται μάλιστα και ωραίο τουρσί, ακόμη και λικέρ.
Περιέχει βιταμίνες C,D, B2, B3, B5, B6, Ψευδάργυρο, Φώσφορο, Μαγνήσιο και άλλα ωφέλιμα στοιχεία.
Προσβάλλεται δύσκολα από έντομα και είναι αρκετά ανθεκτικό.

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Mycena rosea (Bull.) Gramberg.


Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Agaricales
Οικογένεια: Mycenaceae
Γένος: Mycena
Είδος: M. pura


Eugen Gramberg (1865 – 1945). Γερμανός καθηγητής και μυκητολόγος.



Άλλα ονόματα: Rettich Rosa-Helmling, rosy bonnet, Grzybówka różowa.

Συνώνυμα: Agaricus purus var. roseus, Agaricus roseus, Mycena pura var. rosea.


Το Mycena rosea είναι ένα ακόμα είδος του γένους Mycena και παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με το είδος Mycena pura.
Το συναντάμε σε δάση πλατύφυλλων από το τέλος του καλοκαιριού μέχρι και τον Νοέμβριο.
Το καπέλο του με διάμετρο 2 – 6 εκ. είναι αρχικά κωνικό και αργότερα επίπεδο. Το χρώμα του είναι ροζ και έχει υγροφανή, γυαλιστερή επιφάνεια με αμβλύ ύβο.
Η σάρκα του είναι λευκή προς το ροζ, τα ελάσματά του έχουν ροζ χρώμα και τα σπόρια του αφήνουν λευκό αποτύπωμα.
Έχει κυλινδρικό πόδι ύψους 5 – 10 εκ., που έχει ροζ ή λευκό χρώμα και είναι λείο.
Είναι τοξικό μανιτάρι και περιέχει τα αλκαλοειδή mycenarubin A και mycenarubin B (πηγή: Wikipedia) καθώς επίσης και την τοξική ουσία μουσκαρίνη.


Είναι τοξικό μανιτάρι.

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Mycena Pura (Pers) P. Kumm


Mycena Pura (Pers) P. Kumm


































 Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Agaricales
Οικογένεια: Mycenaceae
Γένος: Mycena
Είδος: M. pura

 
 
Άλλα ονόματα: Mycène pur, Grzybówka fioletowawa, Gemeiner Rettich-Helmling.

 
Συνώνυμα: Agaricus purus.


To είδος Μycene pura είναι ένα σαπροτροφικό μανιτάρι της οικογένειας Mycenaceae. Είναι αρκετά κοινό, και το συναντάμε σε δάση πλατύφυλλων και κωνοφόρων από την άνοιξη έως το φθινόπωρο.
Έχει καπέλο κωνικό σε αρχικά στάδια, επίπεδο αργότερα, με διάμετρο 2 - 6 εκατοστά και χρώματος συνήθως μώβ – λιλά, (μερικές φορές και ρόζ), με πτυχώσεις στην περίμετρό του.
Έχει αραιά λευκά ελάσματα, με γκριζωπές ή λιλά αποχρώσεις, και λευκά σπόρια.
Το πόδι του είναι κυλινδρικό, μώβ χρώματος, με πτυχώσεις, ύψους 4 – 7 εκ. και πάχος 0.4 – 0.6 εκ.

Είναι τοξικό μανιτάρι.

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Boletus satanas Lenz


Boletus satanas Lenz

Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Boletales
Οικογένεια: Boletaceae
Γένος: Boletus
Είδος: B. satanas


  Άλλα ονόματα: Borowik szatański, Сатанинский гриб, Devil's Bolete, Βωλίτης ο σατανάς, Μελανίτης, Σινάκι.



Περιγράφηκε πρώτη φορά από τον Othmar Harald Lenz (1798 – 1870), Γερμανό μυκητολόγο, βοτανολόγο και ζωολόγο. 

 
Ο Βωλίτης ο Σατανάς (Boletus satanas) είναι τοξικό μανιτάρι της οικογένειας των Βωλετωδών (Boletaceae). Το γένος Boletus περιλαμβάνει πολλά φαγώσιμα είδη, κάποια από τα οποία είναι περιζήτητα (B. reticulatus, B. aereus, B. edulis, B. pinophilus ). 

To συναντάμε σε ασβεστολιθικά εδάφη, σε δάση δρυός και οξιάς από το καλοκαίρι έως το φθινόπωρο, στην Ευρώπη, (κυρίως στη νότια Ευρώπη), και σε λίγες πολιτείες της Αμερικής.

Το καπέλο του έχει διάμετρο 6-30 εκ. με λευκό χρώμα στην αρχή ενώ όσο ωριμάζει γίνεται πιο γκριζωπό-σταχτί με ελαφριά κοκκινωπές αποχρώσεις μερικές φορές. Το σχήμα του είναι κυρτό στην αρχή, ενώ αργότερα, και όπως χαρακτηριστικά λέει ο Δ. Κελτεμλίδης, μοιάζει με κύπελλο αναποδογυρισμένο.
Στο κάτω μέρος του καπέλου έχει μικρούς σωλήνες κίτρινου χρώματος που καταλήγουν σε πόρους κίτρινου χρώματος αρχικά, κόκκινου αργότερα, που γίνονται πορτοκαλί στην περιφέρεια του.
Η σάρκα του είναι λευκοκίτρινη, και όταν κοπεί παίρνει μια γαλαζωπή απόχρωση.
Το πόδι του είναι κοντόχοντρο και έχει κόκκινο διχτυωτό μοτίβο σε κίτρινο-πορτοκαλί φόντο.
 
Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή, είναι τοξικό μανιτάρι, και διατηρεί την τοξικότητά του ακόμα και όταν μαγειρευτεί. 

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Ganoderma lucidum (Curtis) P. Karst.


Ganoderma lucidum (Curtis) P. Karst.

Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Polyporales
Οικογένεια: Ganodermataceae
Γένος: Ganoderma
Είδος: G. Lucidum 

 
Περιγράφηκε πρώτη φορά από τον William Curtis (1746 – 1799). Άγγλος βοτανολόγος και εντομολόγος.



 

Άλλα ονόματα: Lingzhi, reishi, youngzhi, lakownica żółtawa, lesklokorka lesklá, tрутовик лакированный, glänzender lackporling, lacquered bracket.


Ganoderma: Από τις ελληνικές λέξεις γανός (λαμπερός) και δέρμα.
Lucidum: Φωτεινό.

 
Το Ganoderma lucidum είναι ένα δημοφιλές θεραπευτικό μανιτάρι για περισσότερο από 2000 χρόνια. Στην Κίνα είναι γνωστό και ως lingzhi, (βότανο της πνευματικής ισχύος), ενώ στην Ιαπωνία είναι γνωστό ως reishi ή mannentake. Αναφέρεται πρώτη φορά στο βιβλίο Shen Nong Ben Cao Jing που γράφτηκε επί δυναστείας των Χαν (206 πχ. - 220 μχ.).
Το Shen Nong Ben Cao Jing είναι κάτι αντίστοιχο με το materia medica του Διοσκουρίδη.
 
Είναι μονοετές μανιτάρι και το βρίσκουμε σε νεκρό ξύλο δέντρων.
Το καπέλο του έχει μέγεθος 4- 20 εκ. με ακανόνιστο νεφροειδές σχήμα και ομόκεντρες αυλακώσεις στο πάνω μέρος της γυαλιστερής επιφάνειάς του.
Το χρώμα του αρχικά είναι κιτρινωπό, αργότερα πορτοκαλοκόκκινο ή καφέ κόκκινο, με κιτρινωπή περιφέρεια. Η κάτω υμενοφόρα επιφάνεια έχει λευκούς ή ωχρόλευκους πόρους.
Το πόδι είναι γυαλιστερό με παρόμοιο χρώμα με το καπέλο του (5 – 15 εκ.).
 
Ganoderma lucidum (Curtis) P. Karst.

 Το Ganoderma lucidum ανήκει στα επονομαζόμενα προσαρμογόνα βότανα. Προσαρμογόνα λέγονται τα βότανα που προσαρμόζουν τη δράση τους ανάλογα με τις ανάγκες του οργανισμού. Για παράδειγμα, αν κάποιος έχει υπέρταση, τα βότανα αυτά δρουν μειώνοντας την αρτηριακή του πίεση, ενώ θα έχουν την αντίθετη επίδραση σε κάποιον που έχει υπόταση.
Χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση της χοληστερίνης, της αρτηριακής πίεσης και του διαβήτη. Επίσης, για τη θεραπεία της βρογχίτιδας, της ηπατίτιδας Β, ιογενών και βακτηριακών λοιμώξεων, φλεγμονών των αρθρώσεων και των νεφρών, διαταραχών του στομάχου και του ύπνου. Έχει αντικαρκινικές και αντιοξειδωτικές ιδιότητες.
Στο εμπόριο κυκλοφορούν πολλά σκευάσματα που έχουν ως βάση το Ganoderma lucidum.

Δεν είναι φαγώσιμο μανιτάρι. 

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Agaricus xanthodermus var. griseus (Pers.) Bon & Capelli
































Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Agaricales
Οικογένεια: Agaricaceae
Γένος: Agaricus
Είδος: Agaricus xanthodermus var. griseus (Pers.) Bon & Capelli


Το Agaricus xanthodermus ανήκει στο γένος Agaricus, (αγαρικά) και το συναντάμε από τον Απρίλιο έως τον Νοέμβριο κάτω από δενδροστοιχίες σε λιβάδια και ξέφωτα.
Έχει στρογγυλό καπέλο με επίπεδη κορυφή, που γίνεται κυρτό σε πιο ώριμη φάση. Το χρώμα του είναι λευκό με γκριζωπά “λέπια”.
Τα ελάσματά του είναι λευκά αρχικά, και γίνονται ροζ και μωβ-καφέ όταν ωριμάσει, ενώ τα σπόρια του είναι σκούρου καφέ χρώματος.
Έχει δαχτυλίδι λευκού χρώματος με κιτρινωπή περίμετρο. Το πόδι του είναι επίσης λευκό.
Όταν κοπεί κιτρινίζει έντονα, ιδιότητα που το χαρακτηρίζει.
Είναι τοξικό μανιτάρι, με πολύ έντονη μυρωδιά που θυμίζει μελάνι, φαινόλη, ή ιώδιο.
Χρειάζεται πολλή προσοχή στην αναγνώριση, διότι το γένος agaricus (αγαρικά) εκτός από φαγώσιμα είδη περιλαμβάνει και κάποια τοξικά, όπως το Agaricus xanthodermus, και είναι πολύ εύκολο να γίνει το λάθος.

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Macrolepiota mastoidea (Fr.) Singer


Macrolepiota mastoidea (Fr.) Singer
Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Agaricales
Οικογένεια: Agaricaceae
Γένος: Macrolepiota
Είδος: Μ. mastoidea (Fr.) Singer

 
 Συνώνυμα: Agaricus Mastoideus, Lepiota excoriata mastoidea (Fr.) Quel.


Περιγράφηκε πρώτη φορά από τον Σουηδό βοτανολόγο και μυκητολόγο Elias Magnus Fries (1794 – 1878), ως Agaricus mastoideus.

Rolf Singer (1906 – 1994). Γερμανός μυκητολόγος.





Άλλα ονόματα: Czubajka sutkowata, Lépiote mammelonnée, Slender Parasol, Гриб-зонтик сосцевидный, Zitzen-Riesenschirmling, Μακρολεπιότα η μαστοειδής, Apagador mamelonado, galanperna puntadun.


Lepiota: Από τις Ελληνικές λέξεις λεπίς και ώτα. Το όνομα αναφέρεται στα καφέ λέπια του καπέλου που μοιάζουν με αυτιά (Δ. Κελτεμλίδης).
Makrolepiota: Μεγάλη Lepiota.
Mastoidea: Από την ελληνική λέξη μαστός, αναφέρεται στην χαρακτηριστική θηλή του καπέλου του.

Η Μακρολεπιότα η μαστοειδής, όπως λέγεται στα ελληνικά το είδος Macrolepiota mastoidea, ανήκει στο γένος Macrolepiota, και είναι ένα αρκετά συνηθισμένο φαγώσιμο είδος, που συναντάμε αυτήν την εποχή στην Ήπειρο.
Το καπέλο του στην αρχή είναι αυγόμορφο ενώ στην ωριμότητα γίνεται επίπεδο.
Έχει διάμετρο 5- 15 εκατοστά, το χρώμα του είναι καφέ σε λευκό - κρέμ φόντο. Στο κέντρο του καπέλου υπάρχει μια χαρακτηριστική καφέ θηλή, η οποία αποτελεί και χαρακτηριστικό γνώρισμα του μανιταριού.
Η σάρκα του είναι λευκή και έχει λευκά έως κρεμ ελάσματα στο κάτω μέρος του καπέλου.
Έχει διπλό λευκό δαχτυλίδι το οποίο είναι μετακινούμενο στο πόδι του μανιταριού.
Το πόδι του είναι μακρύ κυλινδρικό, βολβώδες στην βάση. Έχει χαρακτηριστικές φολίδες ανοιχτού καφέ χρώματος σε κρεμ ή λευκό φόντο.
 
Macrolepiota mastoidea (Fr.) Singer
 
Το συναντάμε σε χορτολιβαδικές εκτάσεις, σε περιοχές με γρασίδι, σε δάση, στην άκρη δρόμων.
Βρίσκεται σε πολλές χώρες του κόσμου (Ευρώπη, Αμερική, Αφρική, Ωκεανία).
Μοιάζει στην εμφάνιση με την Macrolepiota procera, (αν και μικρότερη στο μέγεθος), με την Macrolepiota excoriata, την Macrolepiota konradii, και την Macrolepiota gracilenta.

Χρειάζεται πολλή προσοχή, ειδικά από άπειρους μανιταροσυλλέκτες, διότι οι Μακρολεπιότες έχουν ομοιότητες με τα είδη του γένους Lepiota, κάποια από τα οποία είναι θανατηφόρα, (L. brunneoincarnata, L. helveola, L. pseudolilaceae, L. castanea, L. subincarnata).

Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι όλα τα φαγώσιμα μανιτάρια δεν πρέπει να μαζεύονται χωρίς την παρουσία ενός ειδικού μανιταροσυλλέκτη.

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Amanita citrina var. citrina (Schaeff) Pers.


Amanita citrina var. citrina (Schaeff) Pers.


Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Agaricales
Οικογένεια: Amanitaceae
Γένος: Amanita
Είδος: Amanita citrina var. citrina








 
Αλλά ονόματα: Amanita mappa (Batsch ex Lasch), Amanite citrine, Gelber Knollenblätterpilz, Muchomor cytrynowy, Muchomůrka citrónová, Мухомор поганковидный.

 
Περιγράφηκε πρώτη φορά το 1762 από τον Γερμανό καθηγητή, μυκητολόγο, εντομολόγο, ορνιθολόγο και εφευρέτη Jacob Christian Schäffer (1718 - 1790) ως Agaricus citrinus. To 1797 μετονομάστηκε σε Amanita citrina από τον Christiaan Hendrik Persoon (1761 – 1836).
Το καπέλο του έχει λευκό ή υποκίτρινο χρώμα, με λευκά “μπαλώματα” που αργότερα παίρνουν ανοιχτό καφέ χρώμα. Η διάμετρός του είναι 4-10 εκ.
Η σάρκα του είναι χρώματος λευκού, τα ελάσματά του κιτρινωπά ή λευκά, και τα σπόρια του είναι και αυτά λευκά.
Έχει λευκό ή κιτρινωπό δακτυλίδι, όπως και το πόδι του.
 
Amanita citrina var. citrina (Schaeff) Pers.
 
Περιέχει σε μικρά ποσοστά την μυκοτοξίνη α – αμανατίνη (βλέπε και http://oakspirits.blogspot.gr/2013/12/amanita-phalloides-vaill-ex-fr-link.html).
Έχει χαρακτηριστική μυρωδιά, που θυμίζει ωμή πατάτα.
Τη συναντάμε σε πολλές χώρες τις Ευρώπης και της Αμερικής.
Αναφέρεται ως μη φαγώσιμο είδος και δεν έχει διευκρινιστεί αν είναι τοξικό.
Μοιάζει στην εμφάνιση με τα θανατηφόρα Amanita phalloides και Amanita virosa. Για αυτό και μόνο θα πρέπει να αποφεύγεται.

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Macrolepiota procera (Scop.) Singer.

 
Περιγράφηκε πρώτη φορά από τον Νοτιοαφρικανό μυκητολόγο Christiaan Hendrik Persoon (1761 – 1836).                                                                                                                                                                                    
Macrolepiota procera (Scop.) Singer

 
Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Agaricales
Οικογένεια: Agaricaceae
Γένος: Macrolepiota
Είδος: procera

 
Συνώνυμα: Agaricus procerus Scop, Lepiota procera (Scop.) Gray.





 

Rolf Singer (1906 – 1994). Γερμανός μυκητολόγος.
 
'Αλλες ονομασίες: Αδραχτίτες, Αλεκατίτες, Γκουγκουλιάνοι, Καπρόλες, Lépiote élevée, Coulemelle, boutarot, Riesenschirmling, Гриб-зонтик пёстрый, Czubajka kania, Parasol Mushroom.

 
Lepiota: Από τις Ελληνικές λέξεις λεπίς και ώτα. Το όνομα αναφέρεται στα καφέ λέπια του καπέλου που μοιάζουν με αυτιά (Δ. Κελτεμλίδης).
Makrolepiota: Μεγάλη Lepiota.
Procera: Ψηλή. 

 
Η Μακρολεπιότα η Υψηλή είναι ένα εντυπωσιακό και πολύ νόστιμο μανιτάρι. Είναι ίσως το πιο γνωστό μανιτάρι στην Ελλάδα, και το συναντάμε από τον Απρίλιο έως τον Νοέμβριο.
Στην περιοχή μας είναι ένα από τα λίγα μανιτάρια που θεωρούσαν φαγώσιμα σε παλαιότερες εποχές.
Ίσως σε μανιτάρια σαν και αυτό να οφείλεται η λανθασμένη άποψη που υπάρχει σε διάφορα μέρη της Ελλάδας ότι όταν ένα μανιτάρι έχει βρακί, (δαχτυλίδι), είναι φαγώσιμο. Η Macrolepiota procera έχει δαχτυλίδι και είναι πράγματι φαγώσιμο, σε αντίθεση με τους τοξικούς ή θανατηφόρους αμανίτες, (Amanita muscaria, Amanita pantherina, Amanita phalloides, Amanita verna), ή κάποια είδη του γένους Lepiota, που αν και έχουν δαχτυλίδι, είναι κάθε άλλο παρά φαγώσιμα μανιτάρια.
 
Macrolepiota procera (Scop.) Singer
 
Είναι σχετικά εύκολη η αναγνώρισή του. Έχει πολύ μεγάλο καπέλο χρώματος λευκού, το άνοιγμα του είναι 10 – 30 εκ. και έχει στην επιφάνειά του χαρακτηριστικά ομόκεντρα, καφετιά, “λέπια”. Το καπέλο έχει στο κέντρο του μια καφετιά θηλή, ενώ η περίμετρός του είναι οδοντωτή.
Το σχήμα του καπέλου είναι στην αρχή αβγόμορφο ,(ο Δ. Κελτεμλίδης γράφει χαρακτηριστικά ότι το μανιτάρι ξεπροβάλει από τη γη σαν ένα πλατύ κρεμμύδι), καμπανόμορφο σε ώριμη μορφή, έως και επίπεδο.
Η σάρκα του είναι λευκή, με ευχάριστη μυρωδιά, και όταν κοπεί δεν αλλάζει χρώμα.
Κάτω από το καπέλο έχει πυκνά λευκορόδινα ελάσματα, και τα σπόρια του μανιταριού είναι λευκά.
Έχει διπλό δαχτυλίδι, μετακινούμενο στο πόδι του μανιταριού. Το πόδι του, (κοτσάνι), το οποίο έχει ύψος 20 – 30 εκ. και είναι διακοσμημένο με καφέ και ρόδινες κυματώσεις, αρχικά είναι συμπαγές και κούφιο αργότερα.
 
Macrolepiota  procera (Scop.) Singer.
 Το γένος Macrolepiota διαχωρίστηκε από το γένος Lepiota το 1948 από τον Rolf Singer (wikipedia).
Συναντάται σε πολλές χώρες στην Ασία, Ευρώπη, Αμερική, Ωκεανία και Αφρική.
Περιέχει, μεταξύ άλλων, φαινολικές ενώσεις, τοκοφερόλες, ασκορβικό οξύ, καροτενοείδη, γλυκερίνη, μαννιτόλη, γλυκόζη και είκοσι περίπου αμινοξέα.
 
Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, είναι φαγώσιμο μανιτάρι, πολύ νόστιμο.
Όλα τα φαγώσιμα μανιτάρια πρέπει να μαζεύονται με πολύ προσοχή για να μην καταστρέφεται το μυκήλιό τους.
Ένας άπειρος μανιταροσυλλέκτης σε πρώιμο στάδιο μπορεί να μπερδέψει την Μακρολεπιότα την Υψηλή με τις μικρότερες και επικίνδυνες λεπιότες.
Η Macrolepiota procera μοιάζει με τα δηλητηριώδη: Macrolepiota rachodes var. Hortensis και Chlorophyllum molybdites, μανιτάρια που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα.

Είναι απαραίτητο κάποιος που δεν έχει τις θεωρητικές και πρακτικές γνώσεις γύρω από τα φαγώσιμα μανιτάρια, και θέλει να ασχοληθεί μ' αυτά, να απευθύνεται σε έναν από τους πολύ καλούς μυκητολογικούς συλλόγους της χώρας μας.

Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι όλα τα φαγώσιμα μανιτάρια δεν πρέπει να μαζεύονται χωρίς την παρουσία ενός ειδικού μανιταροσυλλέκτη.