Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Agaricales. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Agaricales. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Mycena rosea (Bull.) Gramberg.


Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Agaricales
Οικογένεια: Mycenaceae
Γένος: Mycena
Είδος: M. pura


Eugen Gramberg (1865 – 1945). Γερμανός καθηγητής και μυκητολόγος.



Άλλα ονόματα: Rettich Rosa-Helmling, rosy bonnet, Grzybówka różowa.

Συνώνυμα: Agaricus purus var. roseus, Agaricus roseus, Mycena pura var. rosea.


Το Mycena rosea είναι ένα ακόμα είδος του γένους Mycena και παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με το είδος Mycena pura.
Το συναντάμε σε δάση πλατύφυλλων από το τέλος του καλοκαιριού μέχρι και τον Νοέμβριο.
Το καπέλο του με διάμετρο 2 – 6 εκ. είναι αρχικά κωνικό και αργότερα επίπεδο. Το χρώμα του είναι ροζ και έχει υγροφανή, γυαλιστερή επιφάνεια με αμβλύ ύβο.
Η σάρκα του είναι λευκή προς το ροζ, τα ελάσματά του έχουν ροζ χρώμα και τα σπόρια του αφήνουν λευκό αποτύπωμα.
Έχει κυλινδρικό πόδι ύψους 5 – 10 εκ., που έχει ροζ ή λευκό χρώμα και είναι λείο.
Είναι τοξικό μανιτάρι και περιέχει τα αλκαλοειδή mycenarubin A και mycenarubin B (πηγή: Wikipedia) καθώς επίσης και την τοξική ουσία μουσκαρίνη.


Είναι τοξικό μανιτάρι.

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Mycena Pura (Pers) P. Kumm


Mycena Pura (Pers) P. Kumm


































 Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Agaricales
Οικογένεια: Mycenaceae
Γένος: Mycena
Είδος: M. pura

 
 
Άλλα ονόματα: Mycène pur, Grzybówka fioletowawa, Gemeiner Rettich-Helmling.

 
Συνώνυμα: Agaricus purus.


To είδος Μycene pura είναι ένα σαπροτροφικό μανιτάρι της οικογένειας Mycenaceae. Είναι αρκετά κοινό, και το συναντάμε σε δάση πλατύφυλλων και κωνοφόρων από την άνοιξη έως το φθινόπωρο.
Έχει καπέλο κωνικό σε αρχικά στάδια, επίπεδο αργότερα, με διάμετρο 2 - 6 εκατοστά και χρώματος συνήθως μώβ – λιλά, (μερικές φορές και ρόζ), με πτυχώσεις στην περίμετρό του.
Έχει αραιά λευκά ελάσματα, με γκριζωπές ή λιλά αποχρώσεις, και λευκά σπόρια.
Το πόδι του είναι κυλινδρικό, μώβ χρώματος, με πτυχώσεις, ύψους 4 – 7 εκ. και πάχος 0.4 – 0.6 εκ.

Είναι τοξικό μανιτάρι.

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Agaricus xanthodermus var. griseus (Pers.) Bon & Capelli
































Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Agaricales
Οικογένεια: Agaricaceae
Γένος: Agaricus
Είδος: Agaricus xanthodermus var. griseus (Pers.) Bon & Capelli


Το Agaricus xanthodermus ανήκει στο γένος Agaricus, (αγαρικά) και το συναντάμε από τον Απρίλιο έως τον Νοέμβριο κάτω από δενδροστοιχίες σε λιβάδια και ξέφωτα.
Έχει στρογγυλό καπέλο με επίπεδη κορυφή, που γίνεται κυρτό σε πιο ώριμη φάση. Το χρώμα του είναι λευκό με γκριζωπά “λέπια”.
Τα ελάσματά του είναι λευκά αρχικά, και γίνονται ροζ και μωβ-καφέ όταν ωριμάσει, ενώ τα σπόρια του είναι σκούρου καφέ χρώματος.
Έχει δαχτυλίδι λευκού χρώματος με κιτρινωπή περίμετρο. Το πόδι του είναι επίσης λευκό.
Όταν κοπεί κιτρινίζει έντονα, ιδιότητα που το χαρακτηρίζει.
Είναι τοξικό μανιτάρι, με πολύ έντονη μυρωδιά που θυμίζει μελάνι, φαινόλη, ή ιώδιο.
Χρειάζεται πολλή προσοχή στην αναγνώριση, διότι το γένος agaricus (αγαρικά) εκτός από φαγώσιμα είδη περιλαμβάνει και κάποια τοξικά, όπως το Agaricus xanthodermus, και είναι πολύ εύκολο να γίνει το λάθος.

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Amanita citrina var. citrina (Schaeff) Pers.


Amanita citrina var. citrina (Schaeff) Pers.


Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Agaricales
Οικογένεια: Amanitaceae
Γένος: Amanita
Είδος: Amanita citrina var. citrina








 
Αλλά ονόματα: Amanita mappa (Batsch ex Lasch), Amanite citrine, Gelber Knollenblätterpilz, Muchomor cytrynowy, Muchomůrka citrónová, Мухомор поганковидный.

 
Περιγράφηκε πρώτη φορά το 1762 από τον Γερμανό καθηγητή, μυκητολόγο, εντομολόγο, ορνιθολόγο και εφευρέτη Jacob Christian Schäffer (1718 - 1790) ως Agaricus citrinus. To 1797 μετονομάστηκε σε Amanita citrina από τον Christiaan Hendrik Persoon (1761 – 1836).
Το καπέλο του έχει λευκό ή υποκίτρινο χρώμα, με λευκά “μπαλώματα” που αργότερα παίρνουν ανοιχτό καφέ χρώμα. Η διάμετρός του είναι 4-10 εκ.
Η σάρκα του είναι χρώματος λευκού, τα ελάσματά του κιτρινωπά ή λευκά, και τα σπόρια του είναι και αυτά λευκά.
Έχει λευκό ή κιτρινωπό δακτυλίδι, όπως και το πόδι του.
 
Amanita citrina var. citrina (Schaeff) Pers.
 
Περιέχει σε μικρά ποσοστά την μυκοτοξίνη α – αμανατίνη (βλέπε και http://oakspirits.blogspot.gr/2013/12/amanita-phalloides-vaill-ex-fr-link.html).
Έχει χαρακτηριστική μυρωδιά, που θυμίζει ωμή πατάτα.
Τη συναντάμε σε πολλές χώρες τις Ευρώπης και της Αμερικής.
Αναφέρεται ως μη φαγώσιμο είδος και δεν έχει διευκρινιστεί αν είναι τοξικό.
Μοιάζει στην εμφάνιση με τα θανατηφόρα Amanita phalloides και Amanita virosa. Για αυτό και μόνο θα πρέπει να αποφεύγεται.

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Macrolepiota procera (Scop.) Singer.

 
Περιγράφηκε πρώτη φορά από τον Νοτιοαφρικανό μυκητολόγο Christiaan Hendrik Persoon (1761 – 1836).                                                                                                                                                                                    
Macrolepiota procera (Scop.) Singer

 
Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Agaricales
Οικογένεια: Agaricaceae
Γένος: Macrolepiota
Είδος: procera

 
Συνώνυμα: Agaricus procerus Scop, Lepiota procera (Scop.) Gray.





 

Rolf Singer (1906 – 1994). Γερμανός μυκητολόγος.
 
'Αλλες ονομασίες: Αδραχτίτες, Αλεκατίτες, Γκουγκουλιάνοι, Καπρόλες, Lépiote élevée, Coulemelle, boutarot, Riesenschirmling, Гриб-зонтик пёстрый, Czubajka kania, Parasol Mushroom.

 
Lepiota: Από τις Ελληνικές λέξεις λεπίς και ώτα. Το όνομα αναφέρεται στα καφέ λέπια του καπέλου που μοιάζουν με αυτιά (Δ. Κελτεμλίδης).
Makrolepiota: Μεγάλη Lepiota.
Procera: Ψηλή. 

 
Η Μακρολεπιότα η Υψηλή είναι ένα εντυπωσιακό και πολύ νόστιμο μανιτάρι. Είναι ίσως το πιο γνωστό μανιτάρι στην Ελλάδα, και το συναντάμε από τον Απρίλιο έως τον Νοέμβριο.
Στην περιοχή μας είναι ένα από τα λίγα μανιτάρια που θεωρούσαν φαγώσιμα σε παλαιότερες εποχές.
Ίσως σε μανιτάρια σαν και αυτό να οφείλεται η λανθασμένη άποψη που υπάρχει σε διάφορα μέρη της Ελλάδας ότι όταν ένα μανιτάρι έχει βρακί, (δαχτυλίδι), είναι φαγώσιμο. Η Macrolepiota procera έχει δαχτυλίδι και είναι πράγματι φαγώσιμο, σε αντίθεση με τους τοξικούς ή θανατηφόρους αμανίτες, (Amanita muscaria, Amanita pantherina, Amanita phalloides, Amanita verna), ή κάποια είδη του γένους Lepiota, που αν και έχουν δαχτυλίδι, είναι κάθε άλλο παρά φαγώσιμα μανιτάρια.
 
Macrolepiota procera (Scop.) Singer
 
Είναι σχετικά εύκολη η αναγνώρισή του. Έχει πολύ μεγάλο καπέλο χρώματος λευκού, το άνοιγμα του είναι 10 – 30 εκ. και έχει στην επιφάνειά του χαρακτηριστικά ομόκεντρα, καφετιά, “λέπια”. Το καπέλο έχει στο κέντρο του μια καφετιά θηλή, ενώ η περίμετρός του είναι οδοντωτή.
Το σχήμα του καπέλου είναι στην αρχή αβγόμορφο ,(ο Δ. Κελτεμλίδης γράφει χαρακτηριστικά ότι το μανιτάρι ξεπροβάλει από τη γη σαν ένα πλατύ κρεμμύδι), καμπανόμορφο σε ώριμη μορφή, έως και επίπεδο.
Η σάρκα του είναι λευκή, με ευχάριστη μυρωδιά, και όταν κοπεί δεν αλλάζει χρώμα.
Κάτω από το καπέλο έχει πυκνά λευκορόδινα ελάσματα, και τα σπόρια του μανιταριού είναι λευκά.
Έχει διπλό δαχτυλίδι, μετακινούμενο στο πόδι του μανιταριού. Το πόδι του, (κοτσάνι), το οποίο έχει ύψος 20 – 30 εκ. και είναι διακοσμημένο με καφέ και ρόδινες κυματώσεις, αρχικά είναι συμπαγές και κούφιο αργότερα.
 
Macrolepiota  procera (Scop.) Singer.
 Το γένος Macrolepiota διαχωρίστηκε από το γένος Lepiota το 1948 από τον Rolf Singer (wikipedia).
Συναντάται σε πολλές χώρες στην Ασία, Ευρώπη, Αμερική, Ωκεανία και Αφρική.
Περιέχει, μεταξύ άλλων, φαινολικές ενώσεις, τοκοφερόλες, ασκορβικό οξύ, καροτενοείδη, γλυκερίνη, μαννιτόλη, γλυκόζη και είκοσι περίπου αμινοξέα.
 
Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, είναι φαγώσιμο μανιτάρι, πολύ νόστιμο.
Όλα τα φαγώσιμα μανιτάρια πρέπει να μαζεύονται με πολύ προσοχή για να μην καταστρέφεται το μυκήλιό τους.
Ένας άπειρος μανιταροσυλλέκτης σε πρώιμο στάδιο μπορεί να μπερδέψει την Μακρολεπιότα την Υψηλή με τις μικρότερες και επικίνδυνες λεπιότες.
Η Macrolepiota procera μοιάζει με τα δηλητηριώδη: Macrolepiota rachodes var. Hortensis και Chlorophyllum molybdites, μανιτάρια που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα.

Είναι απαραίτητο κάποιος που δεν έχει τις θεωρητικές και πρακτικές γνώσεις γύρω από τα φαγώσιμα μανιτάρια, και θέλει να ασχοληθεί μ' αυτά, να απευθύνεται σε έναν από τους πολύ καλούς μυκητολογικούς συλλόγους της χώρας μας.

Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι όλα τα φαγώσιμα μανιτάρια δεν πρέπει να μαζεύονται χωρίς την παρουσία ενός ειδικού μανιταροσυλλέκτη.

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Amanita phalloides (Vaill. ex Fr.) Link

Amanita phalloides (Vaill. ex Fr.) Link





 
 
 
Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Agaricales
Οικογένεια: Amanitaceae
Γένος: Amanita
Είδος: phalloides (Vaill. ex Fr.) Link



Άλλες ονομασίες: Φαμελίτης, θανατίτης, death cap, Agaricus phalloides Bull, Fungus phalloides Vaill., Amanite phalloïde, Grüner Knollenblätterpilz, Бледная поганка, Muchomor zielonawy, Groene knolamaniet

Ο Αμανίτης ο φαλλοειδής αρχικά περιγράφηκε από τον Γάλλο βοτανολόγο
Sébastien Vaillant (1669 - 1722) ως ( Fungus phalloides ).
Αργότερα πήρε το τελικό του όνομα Amanita phalloides από τον Johann Heinrich Friedrich Link (1767 – 1851).


Από τον Οκτώβριο έως τον Δεκέμβριο σε δάση πλατύφυλλων θα συναντήσουμε ένα όμορφο και φαινομενικά αθώο μανιτάρι, τον Αμανίτη τον φαλλοειδή (Amanita phalloides).
Χαρακτηριστικά: Αρχικά το καρπόσωμά του έχει το σχήμα αυγού, (όπως όλοι οι Αμανίτες), κλεισμένο στο ολικό πέπλο. Στην συνέχεια, καθώς το ολικό πέπλο σχίζεται, ξεπροβάλει το καπέλο, που έχει συνήθως χρώμα κίτρινο, ή λαδοπράσινο, λαδοκίτρινο, λαδοκαφέ και μερικές φορές άσπρο (ssp Alba).
Τα ελάσματα είναι άσπρα με πρασινωπές αποχρώσεις, πόδι λευκό με πρασινωπές ή καφέ τεθλασμένες γραμμές, δαχτυλίδι άσπρο που ξεκινά ψηλά από το πόδι.

Ο Αμανίτης ο φαλλοειδής είναι το πιο επικίνδυνο μανιτάρι στην Ελλάδα. Το 90% των θανατηφόρων κρουσμάτων από μανιτάρια στην Ευρώπη οφείλονται σ' αυτόν, (30 mg από αυτό το μανιτάρι είναι αρκετά για να σκοτώσουν έναν άνθρωπο).
Είναι γνωστό και με το όνομα death cap.
Λέγεται ότι ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κλαύδιος και ο Αυστριακός Αυτοκράτορας Κάρολος ΣΤ' δολοφονήθηκαν τρώγοντας αυτό το μανιτάρι.

Έχουν απομονωθεί από το καρπόσωμά του τρεις ομάδες μυκοτοξινών:
οι φαλοτοξίνες, οι αματοξίνες (α-, β-, γ- αμανατίνη) και οι βιροτοξίνες.

  Οι φαλλοτοξίνες προκαλούν βλάβη της κυτταρικής μεμβράνης των εντεροκυττάρων και είναι υπεύθυνες των αρχικών συμπτωμάτων, που είναι γαστρεντερικά, όπως ναυτία, εμετός, διάρροια.
Οι αματοξίνες δεν καταστρέφονται με το μαγείρεμα και εξακολουθούν να διατηρούνται στο μανιτάρι μετά από μακρές περιόδους ψυχρής αποθήκευσης.
Επιδρούν άμεσα στο ένζυμο RNA πολυμεράση II στα ευκαρυωτικά κύτταρα προκαλώντας μια σταδιακή μείωση του mRNA και οδηγώντας σε αδυναμία σύνθεσης πρωτεϊνών και θάνατο των κυττάρων. 
 
Τα πρώτα συμπτώματα εκδηλώνονται ύστερα από 6 ώρες (έως και 24 ώρες) και αρχικά είναι γαστρεντερικής φύσεως με κοιλιακούς πόνους, σπασμούς , ναυτίες, εμετούς και διάρροιες που μπορεί να οδηγήσουν σε αφυδάτωση.
Σε σοβαρές περιπτώσεις παρατηρούνται διαταραχές των ηλεκτρολυτών, υπογλυκαιμία, αφυδάτωση και υπόταση.
Ακολουθεί ένα στάδιο φαινομενικής βελτίωσης αλλά οι τοξίνες συνεχίζουν την δράση τους βλάπτοντας το ήπαρ και τα νεφρά.
Στην τελευταία φάση παρατηρείται οξεία ηπατική ανεπάρκεια και το συκώτι και η νεφρική λειτουργία επιδεινώνονται, με αποτέλεσμα την υπερχολερυθριναιμία, διαταραχές πηκτικότητας, υπογλυκαιμία, ηπατονεφρικό σύνδρομο, πολυοργανική ανεπάρκεια, διάχυτη ενδαγγειακή πήξη, σπασμούς, και καταλήγει ύστερα από 6 έως και 15 μέρες στο θάνατο.
 
Οι πιθανότητα θεραπείας από φαλλοειδική δηλητηρίαση βασίζεται μόνο στην έγκαιρη πρόγνωση και παροχή ιατρικής φροντίδας (γαστρικές και εντερικές πλύσεις, καθαρισμός του αίματος, έλεγχος ηλεκτρολυτών, αντιμετώπιση αφυδάτωσης κ.α.). Σε πολλές περιπτώσεις είναι απαραίτητη η μεταμόσχευση ήπατος.
Πολλά φάρμακα και θεραπείες έχουν δοκιμαστεί στο παρελθόν και έχουν εγκαταλειφθεί.
Σήμερα  καλά αποτελέσματα έχει δείξει η θεραπεία με χορήγηση σιλυμπινίνης, η οποία αναστέλλει την διείσδυση της αμανιτίνης στα ηπατοκύτταρα.
Η σιλυμπινίνη είναι μια ουσία που υπάρχει στο γαϊδουράγκαθο (Silybum marianum) και στην χώρα μας διατίθεται με την εμπορική ονομασία Legalon (Γ. Κωνσταντινίδης).
Τέλος, καλά αποτελέσματα έχει δείξει και η χορήγηση Πενικιλίνης G με παρόμοιο μηχανισμό δράσης με την σιλυμπινίνη.


ΠΡΟΣΟΧΗ  ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟ ΜΑΝΙΤΑΡΙ

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Amanita caesarea (scop.) Pers. (Αμανίτης ο καισαρικός)

Giovanni Antonio Scopoli (1723—1788) Τιρολέζος φυσικός και φυσιοδίφης.



































Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Agaricales
Οικογένεια: Amanitaceae
Γένος: Amanita
Είδος: caesarea (scop.) Pers.


Συνώνυμα: Agaric, Caesars agaric, royal agaric


Αρχές Σεπτεμβρίου έως αρχές Νοεμβρίου σε δάση πλατύφυλλων θα συναντήσουμε ένα από τα πιο εντυπωσιακά μανιτάρια και ίσως το πιο νόστιμο, τον Αμανίτη τον καισαρικό. Ανήκει στο γένος Αmanita (Αμανίτες), πολυπληθές γένος με πιο γνωστούς εκπροσώπους τα: Amanita muscaria (αμανίτης ο μυγοκτόνος), Amanita phalloides (αμανίτης ο φαλλοειδής), Amanita caesarea.
Αναγνωρίστηκε από τον Giovanni Antonio Scopoli και αρχικά είχε ονομαστεί Agaricus caesareus.
Ο νοτιοαφρικανός μυκητολόγος Christiaan Hendrik Persoon (1761 – 1836) τον κατέταξε στο γένος Αmanita και του δόθηκε το όνομα  Amanita caesarea



Χαρακτηριστικά: πορτοκαλί ή πορτοκαλοκίτρινο καπέλο με ραβδώσεις στην περιφέρειά του, χοντρό κυλινδρικό κίτρινο πόδι λίγο εξογκωμένο στην βάση του, κίτρινα ελάσματα και λευκή θήκη (βόλβα) στην βάση του από την οποία ξεπροβάλει το καρπόσωμά του.

Το Κοκκινομανίταρο, όπως λέγεται συχνά, γνωστό από την αρχαιότητα, ήταν από τα αγαπημένα μανιτάρια των Ρωμαίων (και των σημερινών Ιταλών) και αναφέρεται από πολλούς αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους συγγραφείς και ποιητές.
Σύμφωνα με το Δ. Κελτεμλίδη πέρα από την ασύγκριτη νοστιμιά του είναι κι ένα θρεπτικό λαχανικό που εκτός των άλλων ιδιοτήτων του περιέχει και βιταμίνη Α.

Όλα τα φαγώσιμα μανιτάρια δεν πρέπει να μαζεύονται χωρίς την παρουσία ενός έμπειρου μανιταροσυλλέκτη.