Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Corvidae. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Corvidae. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

corvus cornix


corvus cornix

Βασίλειο: Animalia
Φύλο: Chordata
Ομοταξία: Aves
Τάξη: Passeriformes
Οικογένεια: Corvidae
Γένος: corvus
Είδος: corvus cornix



Άλλα ονόματα: Σταχτοκουρούνα, Серая ворона, Hooded crow, Gråkrage, Corneille mantelée, Gralha-cinzenta, Bonte kraai, Dolmányos varjú,Wrona siwa.

Η κουρούνα, ή αλλιώς σταχτοκουρούνα, ανήκει στ
ίδιο γένος με τα κοράκια (Corvus). Όπως όλα τα είδη της οικογένειας (Corvidae), είναι πανέξυπνο πουλί, με ιδιαίτερα ανεπτυγμένη την αίσθηση της αυτοσυντήρησης.
Είναι παμφάγο πτηνό, τρέφεται με μικρά θηλαστικά, (κυρίως τρωκτικά), έντομα, σκουλήκια, σαλιγκάρια, πουλιά, βατράχια, φρούτα, αυγά πουλιών και πολλά άλλα, μέχρι και απορρίμματα.
Πολλές φορές τις συναντάμε σε ομάδες σε δασικές εκτάσεις και πάρκα πόλεων. Είναι πολύ διαδεδομένο είδος στην Ευρώπη, και μοιάζει πολύ με το Corvus corone (μαυροκουρούνα).
Σε πολλές χώρες της Ευρώπης είναι προστατευόμενο είδος.

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

Κίσσα (Garrulus glandarius)


Κίσσα (Garrulus glandarius)
Βασίλειο: Animalia
Φύλο: Chordata
Ομοταξία: Aves
Τάξη: Passeriformes
Οικογένεια: Corvidae
Γένος: Garrulus
Είδος: Garrulus glandarius









Άλλα ονόματα: Κίσσα, Eurasian jay, Adi zığ-zığ, Eichelhäher, Skovskade, Sójka zwyczajna, Geai des chênes, Bayağı alakarga, Сойка, Heregääggi.


 Η κίσσα (Garrulus glandarius) ανήκει στα κορακοειδή, μια οικογένεια με πιο γνωστούς εκπροσώπους τις κουρούνες, τα κοράκια και τις καρακάξες.
Είναι ένα ιδιαίτερα έξυπνο και επιδέξιο πουλί, και το συναντάμε σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη, την κεντρική και ανατολική Ασία.
Είναι μεσαίου μεγέθους πουλί με μήκος 35 εκατοστά και άνοιγμα φτερών 50 εκατοστά.
Είναι δενδρόβιο είδος, που ζει συνήθως σε δάση δρυός και κωνοφόρων δένδρων, και σπάνια θα το συναντήσουμε σε ανοιχτές περιοχές.
Ζει έως 16 χρόνια. Ζευγαρώνει μια φορά τον χρόνο, από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο, και γεννά 4-5 αυγά χρώματος μπλε, πράσινο ή λαδί.
Το αρσενικό διαλέγει τη θέση της φωλιάς και στην κατασκευή της συμμετέχουν και οι δύο γονείς.
Για την κατασκευή της φωλιάς τους χρησιμοποιούν κλαράκια, τρίχες, φτερά, ρίζες, φυτικές ίνες, γρασίδι και άλλα.
Η φωλιά είναι όσο το δυνατόν πιο προστατευμένη, 3-6 μέτρα πάνω από το έδαφος.
Τα μικρά ύστερα από δύο μήνες είναι ικανά να ζήσουν μόνα τους οπότε και εγκαταλείπουν τη φωλιά τους.
Η διατροφή τους περιλαμβάνει μεγάλη ποικιλία τροφών, φρούτα, ξηρούς καρπούς, δημητριακά, έντομα, ασπόνδυλα, αυγά πουλιών, ψοφίμια, και μερικές φορές τρώνε και μικρά πουλιά. Δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στα βελανίδια, τα οποία τα αποθηκεύει, εξασφαλίζοντας έτσι την ετήσια τροφή της.
Έχει πολλούς εχθρούς, μεταξύ των οποίων είναι οι σπιζαετοί (Hieraaetus fasciatus), το διπλοσάινο (Accipiter gentilis), το ξεφτέρι (Accipiter nisus), οι κουκουβάγιες: Χουχουριστής (Strix aluco) και Τυτώ (Tyto alba), άλλα κορακοειδή, γάτες και κουνάβια (Martes Martes).
Στο Πολύδροσο, τα τελευταία χρόνια η κίσσα συναντάται σε μεγάλους πληθυσμούς, πιθανότατα λόγω της αισθητής μείωσης των αρπακτικών.
Είναι πολύ έξυπνο είδος, με πολύπλοκη κοινωνική συμπεριφορά και ανεπτυγμένη την ικανότητα μίμησης. Παρατηρεί το περιβάλλον στο οποίο ζει, και μιμείται σχεδόν κάθε ήχο (αρπακτικά πουλιά, σταγόνες βρύσης, αλυσοπρίονα, γάτες και πολλά άλλα).
Όπου συναντάται σε μεγάλους αριθμούς αποτελεί πονοκέφαλο για τους δεντροκαλλιεργητές, που προσπαθούν με δίχτυα να γλιτώσουν τους καρπούς των δέντρων από τη μεγάλη όρεξη αυτού του πτηνού.
Παρόλα αυτά, είναι εξαιρετικά χρήσιμο είδος για το περιβάλλον. Προειδοποιεί τα ζώα του δάσους για κάποιον επερχόμενο κίνδυνο με δυνατές κραυγές, δίνοντας τους την δυνατότητα να κρυφτούν.
Είναι επίσης πολύ σημαντική για την αναγέννηση των δασών, εξαιτίας της συνήθειας να αποθηκεύει τα βελανίδια που μαζεύει.