Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μανιτάρια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μανιτάρια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

Pluteus leoninus (Schaeff.) P.Kumm.



Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Agaricales
Οικογένεια: Pluteaceae
Γένος: Pluteus
Είδος: Pluteus leoninus (Schaeff.) P.Kumm.



Το Pluteus leoninus είναι σαπροφυτικό μανιτάρι και ανήκει στην οικογένεια Pluteaceae.
Το καπέλο του έχει διάμετρο 3-5 εκατοστά, με χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα και ελαφρώς πιο σκούρο χρώμα στο κέντρο του. Το πόδι του έχει ύψος 5-7 εκατοστά.


Είναι ασυνήθιστο, και το συναντάμε σε σκοτεινά και υγρά μέρη πάνω σε νεκρά δέντρα και πρέμνα.

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

Volvariella bombycina (Schaeff.) Singer


Volvariella bombycina (Schaeff.) Singer
Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Agaricales
Οικογένεια: Pluteaceae
Γένος: Volvariella
Είδος: Volvariella bombycina


Άλλα ονόματα: Silky Rosegill, Silkkituppisieni, Volvaire soyeuse, Wolliger Scheidling, Stor sliresopp, Вольвариелла шелковистая.

Volvariella: Από την μεγάλη βόλβα (μεμβρανώδης σάκος) στην βάση του.
Bombycina: Από το λατινικό bombycis (μεταξένιο).

Το είδος Volvariella bombycina είναι σαπροφυτικό μανιτάρι, ασυνήθιστο στην περιοχή μας.
Ανήκει στην οικογένεια Pluteaceae.


 
Το συναντάμε σε κορμούς δέντρων, σε ρίζες και πριονίδια σε δάση πλατύφυλλων.
Η καρποφορία του διαρκεί από τον Μάιο έως τον Νοέμβριο.
Το καπέλο του έχει διάμετρο 5-20 εκατοστά. Είναι αυγόμορφο αρχικά και στην ωριμότητά του σχεδόν επίπεδο. Τα ελάσματά του έχουν χαρακτηριστικούς ρόδινους τόνους. Χαρακτηριστικό του είναι, επίσης, η μεγάλη βόλβα, (είδος σάκου, υπόλειμμα του καθολικού πέπλου), στη βάση του.
Στη βιβλιογραφία αναφέρεται ως φαγώσιμο.

Παρόμοια είδη είναι τα: Volvariella gloiocephala και Amanita virosa (τοξικό).


Όλα τα φαγώσιμα μανιτάρια πρέπει να συλλέγονται μόνο με την παρουσία κάποιου ειδικού.

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

Amanita pantherina


Amanita pantherina


Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Agaricales
Οικογένεια: Amanitaceae
Γένος: Amanita
Είδος:Amanita pantherina









 
Αλλα ονόματα: Ζουρλομανίταρο, Amanite panthère, Muchomor plamisty, Мухомор пантерный.

Ο Αμανίτης ο πάνθηρας (Amanita pantherina)είναι ένα όμορφο είδος της οικογένειας Amanitaceae, αρκετά συνηθισμένο στην περιοχής μας. Είναι τοξικό μανιτάρι και σε κάποιες περιπτώσεις θανατηφόρο.
Περιγράφηκε πρώτη φορά από τον Ελβετό μυκολόγο Augustin Pyramis De Candole (1834 – 1912).
Το συναντάμε συνήθως από τον Σεπτέμβριο έως τον Νοέμβριο σε δάση πλατύφυλλων.
Το καπέλο του έχει διάμετρο 5 – 12 εκ. και είναι χρώματος καφετί (φουντουκί) ή γκριζοκαφετί, με λευκές νιφάδες οι οποίες σταδιακά εξαφανίζονται. Έχει λευκά ελάσματα και σάρκα. Φέρει λευκό δακτυλίδι και λευκό - γκρι πόδι, στη βάση του οποίου έχει λευκή βόλβα από την οποία ξεπροβάλει. Προκαλεί πανθιρινικό σύνδρομο, με συμπτώματα κυρίως νευρολογικά, που μπορούν να διαρκέσουν έως και 15 ώρες. 
Είναι πολύ επικίνδυνο μανιτάρι και μπορεί να προκαλέσει έως και θάνατο.



  Προσοχή τοξικό μανιτάρι

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

Boletus edulis


Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Boletales
Οικογένεια: Boletaceae
Γένος: Boletus
Είδος: B. aereus


Boletus: Κομμάτι γης.
edulis: Εδώδιμος.



 
Άλλα ονόματα: Βωλίτης ο εδώδιμος, Βασιλομανίταρο, penny bun, porcino, king bolete, Обикновена манатарка, Gemeiner Steinpilz, Borowik szlachetny, Белый гриб, Çörek mantarı, Gewoon eekhoorntjesbrood, Herkkutatti.

Συνώνημα: Boletus betulicola (Vassilkov) Pilát & Dermek 1974 , Boletus edulis subsp. Laevipes, Dictyopus edulis (Bull.) Forq., eccinum edule (Bull.) Gray 1821, Boletus edulis var. Laevipes Massee 1892

Ο Boletus edulis, (Βωλίτης ο εδώδιμος), είναι ένα από τα πιο γνωστά είδη της οικογένειας Boletaceae .
Περιγράφηκε πρώτη φορά το 1782 από τον Γάλλο βοτανολόγο Jean Baptiste François Pierre Bulliard.
Το καπέλο του έχει διάμετρο 6 έως 25 εκ., με χρώμα καφετί, καστανό, καστανό-κόκκινο, κίτρινο-καφετί, και σε υγρό καιρό η επιφάνειά του είναι γυαλιστερή.
Η σάρκα του είναι λευκή και οι σωλήνες του είναι λευκοί σε πρώιμο στάδιο και γίνονται κίτρινοι και λαδοπράσινοι αργότερα. Το πόδι του είναι λευκό ή ανοιχτό μπεζ με λευκό δίχτυ.
Το συναντάμε κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο της γης, σε δάση φυλλοβόλων και κωνοφόρων δέντρων, και παρουσιάζει μυκορριζική -συμβιωτική σχέση με κάποια είδη δέντρων.
Είναι από τα πιο γνωστά φαγώσιμα είδη μανιταριών και έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες. Περιέχει επίσης βιταμίνες, μεταλλικά στοιχεία και υδατάνθρακες.
Σε κάποιες χώρες θεωρείται προστατευόμενο είδος λόγω της αλόγιστης συλλογής του.

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

Boletus aereus


Boletus aereus

Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Boletales
Οικογένεια: Boletaceae
Γένος: Boletus
Είδος: B. aereus











 
O Boletus aereus (βολίτης ο χάλκειος) ανήκει στην οικογένεια Boletaceae (βολίτες) η οποία περιλαμβάνει πάνω από εκατό είδη. Η οικογένεια Boletaceae περιλαμβάνει κάποια περιζήτητα για τη νοστιμιά τους μανιτάρια.
Ένα από αυτά είναι και ο βολίτης ο χάλκειος, που, σύμφωνα με τον Γιώργο Κωνσταντινίδη, είναι κορυφαίο, φαγώσιμο είδος. Στην περιοχή μας το συναντάμε συνήθως τέλη Σεπτεμβρίου με τέλη Οκτωβρίου.
Είναι διαδεδομένο στη Μεσόγειο και στην Κεντρική Ευρώπη.

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

Cantharellus cibarius Fr.


Cantharellus cibarius Fr.






















Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Cantharellales
Οικογένεια: Cantharellaceae
Γένος: Cantharellus
Είδος: C. cibarius


Συνώνυμα: Agaricus cantharellus L. , Cantharellus vulgaris Gray, Cantharellus cibarius var. pallidus R. Schulz, Cantharellus cibarius var. neglectus (M. Souché) Sacc, Cantharellus cibarius umbrinus R. Heim, Merulius alectorolophoides (Schaeff.) J. F. Gmel, Alectorolophoides cibarius (Fr.) anon. 


Περιγράφηκε  από τον Σουηδό βοτανολόγο Elias Magnus Fries (1794 – 1878).

 
Άλλα ονόματα: Chanterelle, Echter Pfifferling, Girolle, Лисичка обыкновенная, κιτρινούσκα, νεραντζάκι, (Γ)καϊτσα.

 
Το Cantharellus cibarius, ή Νεραντζάκι, όπως είναι γνωστό στην Ελλάδα, είναι ένα από τα πιο γνωστά φαγώσιμα μανιτάρια στην Ευρώπη.
Έχει ύψος 3-10εκ. και καπέλο με διάμετρο 2-8 εκατοστά. Το καπέλο του, όπως και το υπόλοιπο μανιτάρι, έχει κίτρινο ή ωχροκίτρινο χρώμα. Η περιφέρεια του καπέλου είναι κυματιστή και έχει σχήμα χωνιόμορφο στην ωριμότητα. Η κάτω επιφάνειά του έχει διχαλωτά ψευδοελάσματα, που καταλήγουν στο πάνω μέρος του ποδιού, και το πόδι του έχει ύψος 3-8 εκατοστά.
Το συναντάμε από τον Μάιο έως τον Νοέμβριο σε δάση πλατύφυλλων και κωνοφόρων, συνήθως σε ομάδες, κοντά σε δέντρα με τα οποία αναπτύσσει μυκορριζική συμβίωση.
 Είναι σχετικά εύκολο στην αναγνώριση και μοιάζει με το Hygrophoropsis aurantiaca, (ψευδοκανθαρίσκος), μανιτάρι επίσης φαγώσιμο, και με το Omphalotus olearius το οποίο είναι τοξικό μανιτάρι.
Είναι νόστιμο μανιτάρι το οποίο μαγειρεύεται με πολλούς τρόπους. Γίνεται μάλιστα και ωραίο τουρσί, ακόμη και λικέρ.
Περιέχει βιταμίνες C,D, B2, B3, B5, B6, Ψευδάργυρο, Φώσφορο, Μαγνήσιο και άλλα ωφέλιμα στοιχεία.
Προσβάλλεται δύσκολα από έντομα και είναι αρκετά ανθεκτικό.

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Mycena rosea (Bull.) Gramberg.


Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Agaricales
Οικογένεια: Mycenaceae
Γένος: Mycena
Είδος: M. pura


Eugen Gramberg (1865 – 1945). Γερμανός καθηγητής και μυκητολόγος.



Άλλα ονόματα: Rettich Rosa-Helmling, rosy bonnet, Grzybówka różowa.

Συνώνυμα: Agaricus purus var. roseus, Agaricus roseus, Mycena pura var. rosea.


Το Mycena rosea είναι ένα ακόμα είδος του γένους Mycena και παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με το είδος Mycena pura.
Το συναντάμε σε δάση πλατύφυλλων από το τέλος του καλοκαιριού μέχρι και τον Νοέμβριο.
Το καπέλο του με διάμετρο 2 – 6 εκ. είναι αρχικά κωνικό και αργότερα επίπεδο. Το χρώμα του είναι ροζ και έχει υγροφανή, γυαλιστερή επιφάνεια με αμβλύ ύβο.
Η σάρκα του είναι λευκή προς το ροζ, τα ελάσματά του έχουν ροζ χρώμα και τα σπόρια του αφήνουν λευκό αποτύπωμα.
Έχει κυλινδρικό πόδι ύψους 5 – 10 εκ., που έχει ροζ ή λευκό χρώμα και είναι λείο.
Είναι τοξικό μανιτάρι και περιέχει τα αλκαλοειδή mycenarubin A και mycenarubin B (πηγή: Wikipedia) καθώς επίσης και την τοξική ουσία μουσκαρίνη.


Είναι τοξικό μανιτάρι.

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Boletus satanas Lenz


Boletus satanas Lenz

Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Boletales
Οικογένεια: Boletaceae
Γένος: Boletus
Είδος: B. satanas


  Άλλα ονόματα: Borowik szatański, Сатанинский гриб, Devil's Bolete, Βωλίτης ο σατανάς, Μελανίτης, Σινάκι.



Περιγράφηκε πρώτη φορά από τον Othmar Harald Lenz (1798 – 1870), Γερμανό μυκητολόγο, βοτανολόγο και ζωολόγο. 

 
Ο Βωλίτης ο Σατανάς (Boletus satanas) είναι τοξικό μανιτάρι της οικογένειας των Βωλετωδών (Boletaceae). Το γένος Boletus περιλαμβάνει πολλά φαγώσιμα είδη, κάποια από τα οποία είναι περιζήτητα (B. reticulatus, B. aereus, B. edulis, B. pinophilus ). 

To συναντάμε σε ασβεστολιθικά εδάφη, σε δάση δρυός και οξιάς από το καλοκαίρι έως το φθινόπωρο, στην Ευρώπη, (κυρίως στη νότια Ευρώπη), και σε λίγες πολιτείες της Αμερικής.

Το καπέλο του έχει διάμετρο 6-30 εκ. με λευκό χρώμα στην αρχή ενώ όσο ωριμάζει γίνεται πιο γκριζωπό-σταχτί με ελαφριά κοκκινωπές αποχρώσεις μερικές φορές. Το σχήμα του είναι κυρτό στην αρχή, ενώ αργότερα, και όπως χαρακτηριστικά λέει ο Δ. Κελτεμλίδης, μοιάζει με κύπελλο αναποδογυρισμένο.
Στο κάτω μέρος του καπέλου έχει μικρούς σωλήνες κίτρινου χρώματος που καταλήγουν σε πόρους κίτρινου χρώματος αρχικά, κόκκινου αργότερα, που γίνονται πορτοκαλί στην περιφέρεια του.
Η σάρκα του είναι λευκοκίτρινη, και όταν κοπεί παίρνει μια γαλαζωπή απόχρωση.
Το πόδι του είναι κοντόχοντρο και έχει κόκκινο διχτυωτό μοτίβο σε κίτρινο-πορτοκαλί φόντο.
 
Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή, είναι τοξικό μανιτάρι, και διατηρεί την τοξικότητά του ακόμα και όταν μαγειρευτεί. 

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Ganoderma lucidum (Curtis) P. Karst.


Ganoderma lucidum (Curtis) P. Karst.

Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Polyporales
Οικογένεια: Ganodermataceae
Γένος: Ganoderma
Είδος: G. Lucidum 

 
Περιγράφηκε πρώτη φορά από τον William Curtis (1746 – 1799). Άγγλος βοτανολόγος και εντομολόγος.



 

Άλλα ονόματα: Lingzhi, reishi, youngzhi, lakownica żółtawa, lesklokorka lesklá, tрутовик лакированный, glänzender lackporling, lacquered bracket.


Ganoderma: Από τις ελληνικές λέξεις γανός (λαμπερός) και δέρμα.
Lucidum: Φωτεινό.

 
Το Ganoderma lucidum είναι ένα δημοφιλές θεραπευτικό μανιτάρι για περισσότερο από 2000 χρόνια. Στην Κίνα είναι γνωστό και ως lingzhi, (βότανο της πνευματικής ισχύος), ενώ στην Ιαπωνία είναι γνωστό ως reishi ή mannentake. Αναφέρεται πρώτη φορά στο βιβλίο Shen Nong Ben Cao Jing που γράφτηκε επί δυναστείας των Χαν (206 πχ. - 220 μχ.).
Το Shen Nong Ben Cao Jing είναι κάτι αντίστοιχο με το materia medica του Διοσκουρίδη.
 
Είναι μονοετές μανιτάρι και το βρίσκουμε σε νεκρό ξύλο δέντρων.
Το καπέλο του έχει μέγεθος 4- 20 εκ. με ακανόνιστο νεφροειδές σχήμα και ομόκεντρες αυλακώσεις στο πάνω μέρος της γυαλιστερής επιφάνειάς του.
Το χρώμα του αρχικά είναι κιτρινωπό, αργότερα πορτοκαλοκόκκινο ή καφέ κόκκινο, με κιτρινωπή περιφέρεια. Η κάτω υμενοφόρα επιφάνεια έχει λευκούς ή ωχρόλευκους πόρους.
Το πόδι είναι γυαλιστερό με παρόμοιο χρώμα με το καπέλο του (5 – 15 εκ.).
 
Ganoderma lucidum (Curtis) P. Karst.

 Το Ganoderma lucidum ανήκει στα επονομαζόμενα προσαρμογόνα βότανα. Προσαρμογόνα λέγονται τα βότανα που προσαρμόζουν τη δράση τους ανάλογα με τις ανάγκες του οργανισμού. Για παράδειγμα, αν κάποιος έχει υπέρταση, τα βότανα αυτά δρουν μειώνοντας την αρτηριακή του πίεση, ενώ θα έχουν την αντίθετη επίδραση σε κάποιον που έχει υπόταση.
Χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση της χοληστερίνης, της αρτηριακής πίεσης και του διαβήτη. Επίσης, για τη θεραπεία της βρογχίτιδας, της ηπατίτιδας Β, ιογενών και βακτηριακών λοιμώξεων, φλεγμονών των αρθρώσεων και των νεφρών, διαταραχών του στομάχου και του ύπνου. Έχει αντικαρκινικές και αντιοξειδωτικές ιδιότητες.
Στο εμπόριο κυκλοφορούν πολλά σκευάσματα που έχουν ως βάση το Ganoderma lucidum.

Δεν είναι φαγώσιμο μανιτάρι. 

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Agaricus xanthodermus var. griseus (Pers.) Bon & Capelli
































Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Agaricales
Οικογένεια: Agaricaceae
Γένος: Agaricus
Είδος: Agaricus xanthodermus var. griseus (Pers.) Bon & Capelli


Το Agaricus xanthodermus ανήκει στο γένος Agaricus, (αγαρικά) και το συναντάμε από τον Απρίλιο έως τον Νοέμβριο κάτω από δενδροστοιχίες σε λιβάδια και ξέφωτα.
Έχει στρογγυλό καπέλο με επίπεδη κορυφή, που γίνεται κυρτό σε πιο ώριμη φάση. Το χρώμα του είναι λευκό με γκριζωπά “λέπια”.
Τα ελάσματά του είναι λευκά αρχικά, και γίνονται ροζ και μωβ-καφέ όταν ωριμάσει, ενώ τα σπόρια του είναι σκούρου καφέ χρώματος.
Έχει δαχτυλίδι λευκού χρώματος με κιτρινωπή περίμετρο. Το πόδι του είναι επίσης λευκό.
Όταν κοπεί κιτρινίζει έντονα, ιδιότητα που το χαρακτηρίζει.
Είναι τοξικό μανιτάρι, με πολύ έντονη μυρωδιά που θυμίζει μελάνι, φαινόλη, ή ιώδιο.
Χρειάζεται πολλή προσοχή στην αναγνώριση, διότι το γένος agaricus (αγαρικά) εκτός από φαγώσιμα είδη περιλαμβάνει και κάποια τοξικά, όπως το Agaricus xanthodermus, και είναι πολύ εύκολο να γίνει το λάθος.

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Macrolepiota mastoidea (Fr.) Singer


Macrolepiota mastoidea (Fr.) Singer
Φύλλο: Basidiomycota
Κλάση: Agaricomycetes
Τάξη: Agaricales
Οικογένεια: Agaricaceae
Γένος: Macrolepiota
Είδος: Μ. mastoidea (Fr.) Singer

 
 Συνώνυμα: Agaricus Mastoideus, Lepiota excoriata mastoidea (Fr.) Quel.


Περιγράφηκε πρώτη φορά από τον Σουηδό βοτανολόγο και μυκητολόγο Elias Magnus Fries (1794 – 1878), ως Agaricus mastoideus.

Rolf Singer (1906 – 1994). Γερμανός μυκητολόγος.





Άλλα ονόματα: Czubajka sutkowata, Lépiote mammelonnée, Slender Parasol, Гриб-зонтик сосцевидный, Zitzen-Riesenschirmling, Μακρολεπιότα η μαστοειδής, Apagador mamelonado, galanperna puntadun.


Lepiota: Από τις Ελληνικές λέξεις λεπίς και ώτα. Το όνομα αναφέρεται στα καφέ λέπια του καπέλου που μοιάζουν με αυτιά (Δ. Κελτεμλίδης).
Makrolepiota: Μεγάλη Lepiota.
Mastoidea: Από την ελληνική λέξη μαστός, αναφέρεται στην χαρακτηριστική θηλή του καπέλου του.

Η Μακρολεπιότα η μαστοειδής, όπως λέγεται στα ελληνικά το είδος Macrolepiota mastoidea, ανήκει στο γένος Macrolepiota, και είναι ένα αρκετά συνηθισμένο φαγώσιμο είδος, που συναντάμε αυτήν την εποχή στην Ήπειρο.
Το καπέλο του στην αρχή είναι αυγόμορφο ενώ στην ωριμότητα γίνεται επίπεδο.
Έχει διάμετρο 5- 15 εκατοστά, το χρώμα του είναι καφέ σε λευκό - κρέμ φόντο. Στο κέντρο του καπέλου υπάρχει μια χαρακτηριστική καφέ θηλή, η οποία αποτελεί και χαρακτηριστικό γνώρισμα του μανιταριού.
Η σάρκα του είναι λευκή και έχει λευκά έως κρεμ ελάσματα στο κάτω μέρος του καπέλου.
Έχει διπλό λευκό δαχτυλίδι το οποίο είναι μετακινούμενο στο πόδι του μανιταριού.
Το πόδι του είναι μακρύ κυλινδρικό, βολβώδες στην βάση. Έχει χαρακτηριστικές φολίδες ανοιχτού καφέ χρώματος σε κρεμ ή λευκό φόντο.
 
Macrolepiota mastoidea (Fr.) Singer
 
Το συναντάμε σε χορτολιβαδικές εκτάσεις, σε περιοχές με γρασίδι, σε δάση, στην άκρη δρόμων.
Βρίσκεται σε πολλές χώρες του κόσμου (Ευρώπη, Αμερική, Αφρική, Ωκεανία).
Μοιάζει στην εμφάνιση με την Macrolepiota procera, (αν και μικρότερη στο μέγεθος), με την Macrolepiota excoriata, την Macrolepiota konradii, και την Macrolepiota gracilenta.

Χρειάζεται πολλή προσοχή, ειδικά από άπειρους μανιταροσυλλέκτες, διότι οι Μακρολεπιότες έχουν ομοιότητες με τα είδη του γένους Lepiota, κάποια από τα οποία είναι θανατηφόρα, (L. brunneoincarnata, L. helveola, L. pseudolilaceae, L. castanea, L. subincarnata).

Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι όλα τα φαγώσιμα μανιτάρια δεν πρέπει να μαζεύονται χωρίς την παρουσία ενός ειδικού μανιταροσυλλέκτη.